- ὁμόκοιτος
- ὁμόκοιτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόκοιτος — ὁμόκοιτος, ον (Α) αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κοίτη «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek
ὁμόκοιτον — ὁμόκοιτος masc/fem acc sg ὁμόκοιτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκοίτοις — ὁμόκοιτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκοίτου — ὁμόκοιτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόκοιτιν — ὁμόκοιτος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόκοιτις — ὁμόκοιτος nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόκοιτοι — ὁμόκοιτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
ισολεχής — ἰσολεχὴς, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο λεχής, μονο λεχής] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek